Οι διαφορές στο Αιγαίο αποτελούν ασφαλώς τον «σκληρό πυρήνα» των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η κάθε πλευρά ισχυρίζεται ότι έχει το απόλυτο δίκαιο, καθώς και ότι η άλλη πλευρά είναι πάντα προκλητική και βρίσκεται εν αδίκω.
Οι δύο χώρες πρέπει να ξεφύγουν από τη λογική του “μηδενικού αθροίσματος”, σύμφωνα με την οποία ό,τι κερδίζει ο ένας το χάνει ο άλλος. Είναι σημαντικό να εδραιωθεί η πεποίθηση ότι, είναι δυνατόν να εξευρεθούν λύσεις που μπορεί να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα και των δύο χωρών. Στις σύγχρονες συνθήκες, η αντίληψη ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα και το αίσθημα ασφάλειας του γείτονα, είναι κεντρική. Ειρηνική επίλυση διαφορών σημαίνει διάλογος, διαβούλευση, διαπραγμάτευση.
Η Τουρκία έχει μια επιθετική ρητορική και τακτική, καθώς θέλει να κάνει σαφές ότι χωρίς αυτήν δεν μπορούν να υπάρξουν διευθετήσεις σε ενεργειακά ζητήματα της περιοχής. Κάποιες φορές προσφεύγει σε χρήση βίας ή απειλή βίας, κάτι απαράδεκτο. Παρ΄ όλα αυτά, δεν φαίνεται ότι έχει σκοπό την δημιουργία "θερμού επεισοδίου" με την Ελλάδα. Ένα "ατύχημα" όμως, ποτέ δεν μπορεί να αποκλειστεί και κάτι τέτοιο πρέπει να αποφευχθεί με κάθε τρόπο.
Θάλασσα και αέρας
Με βάση το καθεστώς που αναγνωρίζεται σήμερα διεθνώς, συμπεριλαμβανομένων της Ελλάδας και της Τουρκίας, το Αιγαίο είναι ελληνικό κατά 35%. Είναι κυρίως διεθνές (κατά 56%) και τριτευόντως τουρκικό (κατά 9%). Επομένως η Τουρκία ως παράκτια χώρα έχει, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, νόμιμα συμφέροντα στον διεθνή εναέριο χώρο και στα διεθνή ύδατα.
Υπάρχει μια γενική παραδοχή από τους γνώστες του θέματος ότι, το δικαίωμα που δίνει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας στην Ελλάδα για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια στο Αιγαίο, δεν θα μπορέσει να εφαρμοστεί. Όχι τόσο λόγω του casus belli της Τουρκίας, αλλά κυρίως λόγω της αντίθεσης όλων των κρατών με ισχυρό διεθνή ρόλο, με ναυτιλιακά και στρατιωτικά συμφέροντα στην περιοχή (ΗΠΑ, Ρωσία, κ.α).
Δεν είναι τυχαίο ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν το εφάρμοσε μέχρι τώρα. Η Ελλάδα, καθώς προχωρεί ο χρόνος, κινδυνεύει να χάσει κάθε διαπραγματευτική αξία του δικαιώματος αυτού, ενώ μπορεί να της δοθεί ένα ισχυρό αντάλλαγμα σε άλλα θέματα, αν επιλέξει την μη εφαρμογή του.
Το γεγονός ότι η Ελλάδα επέκτεινε τα χωρικά ύδατα της στα 12 μίλια μόνο στο Ιόνιο Πέλαγος, πρέπει να αξιοποιηθεί ως μήνυμα προς στην Τουρκία. Ότι δηλαδή, η χώρα μας δεν θεωρεί το Αιγαίο ως “ελληνική λίμνη”. Και η κίνηση αυτή να ενταχθεί σε μια στρατηγική διευθέτησης των διμερών διαφορών.
Από την άλλη πλευρά, το εύρος των 10 μιλίων του ελληνικού εναέριου χώρου, που καθιερώθηκε μονομερώς με ένα απλό Προεδρικό Διάταγμα το 1931 για την “αστυνόμευση της πολιτικής αεροπορίας” αποτελεί διεθνή πρωτοτυπία, καθώς τα ελληνικά χωρικά ύδατα εκτείνονται στα 6 μίλια.
Έχει ωριμάσει η διαπίστωση σε ευρύ φάσμα δυνάμεων στην Ελλάδα πως, η αναντιστοιχία του εύρους του εναέριου χώρου με τον υποκείμενο θαλάσσιο χώρο, δημιουργεί περιπλοκές, αποτελεί μόνιμη πηγή έντασης στο Αιγαίο και δεν συγκεντρώνει τη διεθνή υποστήριξη.
Λύση είναι η εναρμόνιση του εναέριου και του θαλάσσιου χώρου μας. Αυτή θα ήταν δυνατό να εφαρμοστεί σε διαφορετικό εύρος κατά τόπους, ανάλογα με τη γεωφυσική διαμόρφωση των ακτών και των νησιωτικών συμπλεγμάτων (Μία εκδοχή: αλλού 6, αλλού 8, αλλού 10, αλλού 12 μίλια. Δεύτερη εκδοχή: επέκταση έως 7 - 8 μίλια παντού. Τρίτη εκδοχή: επέκταση από 10 έως 12 μίλια στις ηπειρωτικές ακτές και 6 μίλια στα νησιά, κοκ). Πάντα όμως μετά από διαβούλευση, με όλες τις γειτονικές χώρες στο Αιγαίο, τις χώρες της Μαύρης Θάλσσας που το χρησιμοποιούν ως δίοδο, και τις διεθνείς ναυτικές δυνάμεις.
Θα μπορούσαν επίσης να οριστούν συγκεκριμένα σημεία ελεύθερης διέλευσης (αεροδιάδρομοι) των τουρκικών στρατιωτικών αεροσκαφών προς τον διεθνή εναέριο χώρο, μέσω του FIR (Περιοχή Πληροφόρησης Πτήσεων) Αθηνών, ώστε να μην πραγματοποιούνται επικίνδυνες και κοστοβόρες αερομαχίες.
Μετά από αυτές τις ρυθμίσεις, μπορεί να υπογραφεί συνυποσχετικό μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, με στόχο την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.
Αν δεν έχει επιτευχθεί αποτέλεσμα στον διάλογο κατά την προηγούμενη φάση, θα χρειαστεί και ορισμένα από τα άλλα θέματα του Αιγαίου να παραπεμφθούν μαζί στη Χάγη. Διότι η επίλυση ορισμένων από αυτά, αποτελεί προϋπόθεση για επίλυση και των υπολοίπων.
Εκμετάλλευση πόρων
Αφού επιτευχθεί η οριοθέτηση, θα ήταν δυνατόν να υπάρξει κοινή εξερεύνηση και κοινή εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών του Αιγαίου (ή μέρους τους). Είτε διμερώς, είτε με συμμετοχή και άλλων χωρών, διεθνών και περιφερειακών οργανισμών, καθώς και μεγάλων εταιρειών σε ένα διεθνές κονσόρτσιουμ, που θα εξασφάλιζε και τα απαραίτητα κεφάλαια.
Μείζον θέμα φυσικά είναι να επιλέξουμε τι μοντέλο ανάπτυξης επιθυμούμε. Η Ελλάδα αποκομίζει πόρους από τον Τουρισμό, και η προστασία του περιβάλλοντος έχει πολύ μεγάλη σημασία. Είμαστε έτοιμοι να επωμιστούμε τις καταστροφικές συνέπειες ενός ατυχήματος σε εγκαταστάσεις άντλησης, ή διαρροή από τάνκερ που θα μεταφέρουν το προϊόν των γεωτρήσεων, με πετρελαιοκηλίδες κλπ ;
Όταν όλος ο κόσμος προχωράει σε απεξάρτηση από τους υδρογονάνθρακες, εμείς τώρα θα επενδύσουμε σε αυτούς; Η Ευρώπη, μέχρι το 2050 θα έχει πλήρως απεξαρτηθεί. Σε ποιον θα πωλείται το φυσικό αέριο ή το πετρέλαιο, το οποίο για να είναι αξιοποιήσιμο, θα περάσουν αρκετά χρόνια από τώρα;
Και σίγουρα, δεν πρέπει να εγκλωβιζόμαστε σε ανεφάρμοστα, φαραωνικά, κοστοβόρα και βλαπτικά για το περιβάλλον σχέδια, όπως ο μελετώμενος αγωγός EastMed.
Σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας
Στην κατεύθυνση της ρύθμισης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, θα διευκόλυνε ένα δεύτερο «Ελσίνκι». Όχι, δηλαδή, αποκλεισμός της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, αλλά το αντίθετο. Μια διαδικασία επανασύστασης των σχέσεων Ευρωπαϊκής Ένωσης - Τουρκίας σε νέα βάση. Θα μπορούσε να είναι μια προνομιακή ενισχυμένη “ειδική σχέση”, που δεν θα απέκλειε στο μέλλον μια προοπτική πλήρους ένταξης.
Με την συμφωνία του Συμβουλίου Κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι το 1999, είχε ανοίξει μια νέα περίοδος στις ευρω-τουρκικές και ελληνοτουρκικές σχέσεις. Τότε η Τουρκία ενδιαφερόταν ζωηρά για την προώθηση της υποψηφιότητας της στην ΕΕ, ενώ η Ελλάδα για την ένταξη της Κύπρου. Η Τουρκία είχε αναλάβει την υποχρέωση να επιλύσει τις “συνοριακές και άλλες” διαφορές της με τα κράτη-μέλη της ΕΕ (την Ελλάδα δηλαδή), μέσω διαπραγματεύσεων με ένα σαφές χρονοδιάγραμμα. Αν αυτό δεν επετυγχάνετο μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, η Τουρκία αναλάμβανε την υποχρέωση να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την διευθέτηση τους.
Η Ελλάδα όμως άλλαξε γνώμη, με την αλλαγή κυβέρνησης που προέκυψε στο μεταξύ, η οποία ήρε το δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα. Εκεί χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία. Διότι προχώρησε μεν ο διάλογος, αλλά κατέστη αέναος.
Στις «διερευνητικές επαφές» μεταξύ των δύο Υπουργείων Εξωτερικών, που άρχισαν τότε, έχουν κατά καιρούς τεθεί πολλά ζητήματα του θαλάσσιου και εναέριου καθεστώτος του Αιγαίου και άλλα διμερή θέματα, πέραν της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Σε κάποια θέματα υπήρξε προσέγγιση, ενώ σε άλλα όχι. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι δεν ήταν έτοιμες οι πολιτικές ηγεσίες να προχωρήσουν. Λόγω πολιτικών συνθηκών, άλλοτε στην Ελλάδα και άλλοτε στην Τουρκία.
Κυπριακό πρόβλημα και ελληνοτουρκικές σχέσεις
Κάθε όξυνση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχει δυσμενείς συνέπειες στην Κύπρο. Η Τουρκία διατηρεί βαριά εξοπλισμένα στρατεύματα στο Νησί και από αυτήν την άποψη βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση. Η ένταση μπορεί να μεταφερθεί και στο Νησί. Οι συνομιλίες για το Κυπριακό θα ακυρωθούν για μεγάλο διάστημα, καθώς το κλίμα θα είναι αρνητικό. Αυτό βολεύει όσους επιθυμούν μονιμοποίηση και νομιμοποίηση της διχοτόμησης. Όχι όσους επιδιώκουν μια επανενωμένη Κύπρο.
Όσο δεν επιλύεται το Κυπριακό, το πρόβλημα με τις γεωτρήσεις της Τουρκίας στα ανοιχτά της Κύπρου, θα συνεχιστεί. Διότι μεταξύ της Κύπρου και της Τουρκίας, δεν υπάρχει ΑΟΖ, αφού δεν έχουν συμφωνήσει οι δύο χώρες. Ο ασφαλής τρόπος είναι να βρεθεί -συμβιβαστική βεβαίως- λύση στο Κυπριακό. Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, με βάση την ήδη συμφωνημένη αρχή της πολιτικής ισότητας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Τόσο η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από την ελληνοκυπριακή πλευρά το 2004, όσο και η στάση της ελληνοκυπριακής ηγεσίας στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας το 2017, δημιουργούν καχυποψία στην διεθνή κοινότητα για την πραγματική επιθυμία της προς επίλυση του Κυπριακού.
Η Κύπρος δεν μπορεί να «σπαταλά» αλόγιστα το διπλωματικό κεφάλαιο, που της προσέφερε η ένταξή της στην Ε.Ε. Καταγγελίες για την στάση της Τουρκίας σχετικά με γεωτρήσεις, δεν αρκούν. Απαιτείται ετοιμότητα από την ελληνοκυπριακή ηγεσία για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων και σαφής δήλωση της για επίλυση με βάση το Πλαίσιο του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες.
Η διαπλοκή του Κυπριακού με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν πρέπει να εμποδίζει την εξομάλυνση των σχέσεων αυτών. Διότι η εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων μπορεί να συμβάλει σε μία δίκαιη, σταθερή και βιώσιμη λύση του Κυπριακού.
Διευθετήσεις και αποκλιμάκωση
Η Ελλάδα θα μπορούσε να πάρει την πρωτοβουλία να καταθέσει προτάσεις, των οποίων η υλοποίηση θα έθετε τέρμα σε ορισμένες εκκρεμότητες και θα βελτίωνε το κλίμα :
α) Να γίνει διάλογος, ώστε να χαραχθεί οριογραμμή στα θαλάσσια όρια Ελλάδας και Τουρκίας, βορείως των Δωδεκανήσων και μέχρι τον Έβρο, που δεν υπάρχει μέχρι σήμερα.
β) Να υπάρξει, καθ’ όλη την διάρκεια του έτους, «μορατόριουμ» για μη πραγματοποίηση από τις δύο χώρες πολυδάπανων στρατιωτικών ασκήσεων μεγάλης κλίμακας.
γ) Να συναφθεί ελληνοτουρκική συμφωνία αποκλιμάκωσης των εξοπλισμών υπό διεθνείς εγγυήσεις.
δ) Να γίνει αμοιβαία αποστρατικοποίηση των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και των απέναντι τουρκικών ακτών.